φαιδυντής

φαιδυντής
ὁ, Α
βλ. φαιδρυντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαιδρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”